- от...
- κ. ото... κ. отъ..., πρόθεμαΧρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση• ξεχώρισμα: отбежать, отплыть, отступить, β) απόσπαση μέρους από το όλο• αποκοπή: отвязать, откусить, отрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέργειας: отбарабанить, отгулять, отзаниматься, ε) λήξη (εντατ ικής) ενέργειας: отстегать, отшлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μόριο «-ся» απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: отговориться, отбояриться, η) συνέχεια της ενέργειας πέρα από το κανονικό, υπέρ το δέον: отлежать, отсидеть.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.